- στρωματίτης
- στρωμᾰτ-ίτης ἔρανος [pron. full] [ῑ], ὁ, a picnicA at which the guests found their own στρώματα, Cratin. 445, cf. Hsch. s.v.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στρωματίτης — στρωματί̱της , στρωματίτης at which the guests found their own masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρωματίτης — ὁ, Α (ενν. ἔρανος) συμπόσιο που γινόταν στην εξοχή ύστερα από έρανο και κατά το οποίο ο καθένας από τους συνδαιτυμόνες έπρεπε να φέρει το στρώμα του. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρῶμα, ώματος + κατάλ. ίτης (πρβλ. τεμαχ ίτης)] … Dictionary of Greek
στρωματίτην — στρωματί̱την , στρωματίτης at which the guests found their own masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)